- καλόπιοτος
- -η, -οαυτός που πίνεται με ευχαρίστηση ή ευκολία: Έχει και ένα καλόπιοτο κρασί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλόπιοτος — η, ο 1. αυτός που πίνεται ευχάριστα, εύκολα, εύγευστος 2. (ως ευχή) αυτός που θέλουμε να πίνεται με το καλό, με ευτυχία, να συνοδεύει ευτυχείς στιγμές, ευχάριστα γεγονότα («καλόπιοτο νά ναι το κρασί τής χρονιάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (<… … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek